- νυκτοβασία
- η [νυκτοβάτης]1. η υπνοβασία2. η ιδιότητα και η κατάσταση τού νυκτοβάτη, τού υπνοβάτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτοβαδία — νυκτοβαδία, ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) νυκτοβασία … Dictionary of Greek
νυκτοβατία — νυκτοβατία, ἡ (Α) [νυκτοβάτης] νυκτοβασία … Dictionary of Greek